-
1 новоселье
новоселье с τα εγκαίνια ( ιδρύματος, κατοικίας, κλπ.)· справлять \новоселье εγκαινιάζω, κάνω τα εγκαίνια· пригласить на \новоселье καλώ στα εγκαίνια* * *сτα εγκαίνια (ιδρύματος, κατοικίας, κλπ.)справля́ть новосе́лье — εγκαινιάζω, κάνω τα εγκαίνια
пригласи́ть на новосе́лье — καλώ στα εγκαίνια
См. также в других словарях:
εγκαινιάζω — εγκαινίασα, εγκαινιάστηκα, εγκαινιασμένος, μτβ. 1. κάνω τα εγκαίνια. 2. μτφ., μεταχειρίζομαι κάτι για πρώτη φορά: Εγκαινίασε νέα τακτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελώ — τέλεσα, τελέστηκα, (τε)τελεσμένος 1. μτβ., πραγματοποιώ, κάνω: Τελώ τους γάμους μου. 2. αμτβ., είμαι, βρίσκομαι: Τελεί προφυλακισμένος. 3. το μέσ., τελούμαι πραγματοποιούμαι, γίνομαι: Τελέστηκαν τα εγκαίνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)